-θι

-θι
-θι (Α)
1. κατάληξη τής παλαιάς τοπικής πτώσεως («Ἰλιόθι», «ἡῶθι», Ομ. Ιλ.)
2. κατόπιν κατάληξη διαφόρων τοπικών επιρρημάτων που παράγονται από ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυμίες («ἀγρόθι», «ἄλλοθι», «ἀμφοτέρωθι», «ἔνδοθι» κ.ά.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επιρρηματική κατάληξη τής Αρχαίας που αρχικά ως τοπική πτώση δήλωνε τον τόπο όπου βρισκόταν κάποιος ή κάτι. Η κατάληξη αυτή απαντά μόνο στον Όμηρο και στους μτγν. συγγραφείς που χρησιμοποιούν τη γλώσσα του και όχι στην αττική διάλεκτο
πρβλ. άλλοθι «αλλού», Κορινθόθι «στην Κόρινθο», όθι «όπου», οίκοθι «στο σπίτι», ένδοθι «μέσα» κ.ά. Ανάγεται σε ΙE *-dhi και αντιστοιχεί σε αρχ. ινδ. ονομ. και οργαν. πτώση -dhā στο dvidhā, ενώ, κατ' άλλους, προήλθε από ΙE *-gwhi. Τέλος, η κατάλ. -θι, όπως και η -θε(ν), συνάπτεται με προσωπικές αντων., ουσ. και επιρρ., πράγμα που αποτελεί νεωτερισμό τής ελλ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”